εὐαγγέλιον — reward of good tidings neut nom/voc/acc sg εὐαγγελέω imperf ind act 3rd pl (doric) εὐαγγελέω imperf ind act 1st sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐαγγελίον — εὐαγγελέω pres part act masc voc sg (doric) εὐαγγελέω pres part act neut nom/voc/acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εὐαγγέλιον — Εὐαγγέλιος giver of glad tidings masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νικοδήμου Ευαγγέλιον — Με τον τίτλο αυτό κυκλοφόρησαν, από τον 16o αι. και πέρα, διάφορα απόκρυφα κείμενα «εκ των υπομνημάτων του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού πραχθέντων επί Ποντίου Πιλάτου. Με τον ίδιο τίτλο κυκλοφόρησε και το απόκρυφο έργο Κατάβασις του Ιησού εις τον… … Dictionary of Greek
εὐαγγελίοις — εὐαγγέλιον reward of good tidings neut dat pl εὐαγγελέω pres opt act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐαγγελίου — εὐαγγέλιον reward of good tidings neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐαγγελίων — εὐαγγέλιον reward of good tidings neut gen pl εὐαγγελέω pres part act masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐαγγελίῳ — εὐαγγέλιον reward of good tidings neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐαγγέλια — εὐαγγέλιον reward of good tidings neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ЕВАНГЕЛИЕ. ЧАСТЬ I — [греч. εὐαγγέλιον], весть о наступлении Царства Божия и спасении человеческого рода от греха и смерти, возвещенная Иисусом Христом и апостолами, ставшая основным содержанием проповеди христ. Церкви; книга, излагающая эту весть в форме… … Православная энциклопедия
ευαγγέλιο — Στη χριστιανική Εκκλησία ο όρος χαρακτηρίζει τα τέσσερα πρώτα βιβλία της Καινής Διαθήκης, τα οποία, σύμφωνα με την παράδοση, έγραψαν ο Ματθαίος, ο Μάρκος, ο Λουκάς και ο Ιωάννης. Γραμμένα στην ελληνική γλώσσα, τα Ε. διηγούνται τα γεγονότα της… … Dictionary of Greek